Το σφύριγμα ενός τραίνου που σέρνεται στις σιδηρογραμμές. Μυρωδιά από τριμμένα σίδερα, ταξίδι και φυγή. Κάθομαι σ ένα κόκκινο παγκάκι και παρακολουθώ τον χρόνο στο διπλό κρεμαστό ρολόι. Θα προλάβω λέω και χώνω τα χέρια μου το ένα μέσα στο άλλο. Η ζέστη μπαίνει στο σώμα μου από τις χαραμάδες της φούστας μου, εκεί ανάμεσα σε ύφασμα και πόδια. Σκυθρωπιάζω. Κάτι άλλο ήθελα, κάτι άλλο θέλω.
Ευτυχία είναι να δέχεσαι την ζωή σου όπως είναι. Να εκτιμάς αυτά που σου ανήκουν. Γεννήθηκα ανικανοποίητη από μιά μάνα που δεχόταν τα πάντα στωικά. Παρ όλο που προσπάθησα δεν.. Κι απορούσε.
Μόνο αυτό θυμάμαι, το βλέμμα που έλεγε 'γιατί δε βλέπεις πως αυτό είναι'; Φρόντισε να χαρείς ότι δεν μπορείς να αλλάξεις!
Πως γίνεται να βγαίνεις από ένα σώμα και να υπάρχουν τόσες διαφορές; Αυτό που σε γεννάει να σε εκμηδενίζει; Πως γίνεται να μην είσαι η συνέχεια του νου και της σκέψης μου; Διορθώνω τα μαλλιά μου κάτω από το καπέλλο μου. Πράσινο με μωβ λουλουδάκια. Τα χείλια μου έχουν αφυδατωθεί από τα θέλω και τα δεν μπορώ. Ακούω το σφύριγμα, μυρίζω δέρμα με σίδερο και ιδρώτα μαζί.
Τα κουπέ των τραίνων είναι τελείως δραματικά. Κουβαλούν ψυχές χρόνων και χρόνων. Σηκώνω τη φούστα γιά ν ανέβω. Με φωνάζεις από μακριά. Μιά φωνή απελπισμένη και γεμάτη γνώση μαζί. Όποτε σ ακούω να λες το όνομα μου, νοιώθω πως σε κάτι πρέπει να ανταποκριθώ που δεν ξέρω ούτε τι είναι, ούτε το πως. Γνωρίζεις περισσότερα από όσα δείχνεις. Γυρνάω και σε κοιτώ. Δεν σε αναγνωρίζω μα έρχομαι και ξανα έρχομαι μαζί σου. Είκοσι χρόνια θέλω να είμαι αλλού σου είπα χθες κι αμέσως το πήρα πίσω.
Δύσκολο να σ αρνηθώ. Αρνιέται ο πατέρας το παιδί ή το παιδί τον πατέρα; Σου έδωσα το χέρι μου. Πριν καλά καλά να φύγω, γύρισα. Κι είδα πάλι εκείνο το όνειρο, πως όλα ήταν φτιαγμένα από χώμα.
Είμαι τόσο αισιόδοξη κάποιες φορές. Ανόητα αισιόδοξη.