Ιστορία 1
Ήταν κρύα και απόμακρη, οι ιστορίες της όμως ξεπερνούσαν κάθε φαντασία γιατί ήταν πραγματικές. Έζησε χλιδή και μεγαλεία, εκεί στην Αλεξάνδρεια. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, το μόνο που ήξερε ήταν, να παίζει πιάνο, να μιλάει γαλλικά, και να φοράει κοσμήματα. Ποτέ δεν την είδα χωρίς κραγιόν και ατημέλητη. Ήταν στιγμές, που με εξόργιζε η αλαζονεία της, άλλες πάλι, γελούσα με τα αριστοκρατικά καπρίτσια της. Μου φάνταζε εξωτική, αλλούτερη, όταν όμως άρχιζε τις ιστορίες της, όλα έμπαιναν στη θέση τους. Σαν ξαφνικά να καταλάβαινα γιατί όλα αυτά, σαν ξαφνικά μέσα στις ιστορίες της, να γινόταν «κανονική». Ανήκε σ’ αυτές και πουθενά αλλού. Τα μάτια της γυάλιζαν, ζωντάνευε, κουνούσε τα χέρια της σαν να διευθύνει ορχήστρα, και γω άκουγα την μουσική, την πιο όμορφη, την πιο μαγική μουσική του κόσμου. Ήταν περήφανη, χωρίς ίχνος αδυναμίας, χωρίς κανένα τσάκισμα....ποτέ. Όσο «τέλεια» απ’ έξω, τόσο και από μέσα.
Όταν αρρώστησε, δεν ήταν πια κομψή, ήταν αδύναμη και ανήμπορη. Απεχθανόταν την αδυναμία, εχθρός της ήταν η εξάρτηση.
«Θα φύγω» μου είπε. Σε λιγότερο από ένα μήνα ήταν στην εντατική.
«Χρειάζεστε κάτι να πω, να σας φέρουν;» τη ρώτησε ο γιατρός,
«το κραγιόν μου...» απάντησε.
Φόρεσε το κραγιόν της, πέρασε απαλά με το χέρι της την χωρίστρα των μαλλιών της και έφυγε.......πέταξε στις αραβικές της νύχτες, στα πλουμίδια και στα αρώματα.
Τώρα η γιαγιά μου παίζει κουμ - καν, και ποντάρει με χρυσές αστραφτερές λίρες, μυρίζει πούδρα και φλερτάρει με τα κατακόκκινα χείλη της....
Α. Π